Definify.com
Definition 2024
εξοπλίζω
εξοπλίζω
Greek
Verb
εξοπλίζω • (exoplízo) (simple past εξόπλισα, passive form εξοπλίζομαι)
Conjugation
εξοπλίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εξοπλίζω | εξόπλιζα | θα εξοπλίζω | να εξοπλίζω | |
2s | εξοπλίζεις | εξόπλιζες | θα εξοπλίζεις | να εξοπλίζεις | εξόπλιζε |
3s | εξοπλίζει | εξόπλιζε | θα εξοπλίζει | να εξοπλίζει | |
1p | εξοπλίζουμε, εξοπλίζομε | εξοπλίζαμε | θα εξοπλίζουμε, εξοπλίζομε | να εξοπλίζουμε, εξοπλίζομε | |
2p | εξοπλίζετε | εξοπλίζατε | θα εξοπλίζετε | να εξοπλίζετε | εξοπλίζετε |
3p | εξοπλίζουν, εξοπλίζουνε | εξόπλιζαν, εξοπλίζαν, εξοπλίζανε | θα εξοπλίζουν, εξοπλίζουνε | να εξοπλίζουν, εξοπλίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εξοπλίσω | εξόπλισα | θα εξοπλίσω | να εξοπλίσω | |
2s | εξοπλίσεις | εξόπλισες | θα εξοπλίσεις | να εξοπλίσεις | εξόπλισε |
3s | εξοπλίσει | εξόπλισε | θα εξοπλίσει | να εξοπλίσει | |
1p | εξοπλίσουμε, εξοπλίσομε | εξοπλίσαμε | θα εξοπλίσουμε, εξοπλίσομε | να εξοπλίσουμε, εξοπλίσομε | |
2p | εξοπλίσετε | εξοπλίσατε | θα εξοπλίσετε | να εξοπλίσετε | εξοπλίστε |
3p | εξοπλίσουν, εξοπλίσουνε | εξόπλισαν, εξοπλίσαν, εξοπλίσανε | θα εξοπλίσουν, εξοπλίσουνε | να εξοπλίσουν, εξοπλίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εξοπλίσει | είχα εξοπλίσει | θα έχω εξοπλίσει | να έχω εξοπλίσει | |
2s | έχεις εξοπλίσει | είχες εξοπλίσει | θα έχεις εξοπλίσει | να έχεις εξοπλίσει | |
3s | έχει εξοπλίσει | είχε εξοπλίσει | θα έχει εξοπλίσει | να έχει εξοπλίσει | |
1p | έχουμε εξοπλίσει | είχαμε εξοπλίσει | θα έχουμε εξοπλίσει | να έχουμε εξοπλίσει | |
2p | έχετε εξοπλίσει | είχατε εξοπλίσει | θα έχετε εξοπλίσει | να έχετε εξοπλίσει | |
3p | έχουν εξοπλίσει | είχαν εξοπλίσει | θα έχουν εξοπλίσει | να έχουν εξοπλίσει | |
Participle: | εξοπλίζοντας | Non-finite ‡ | εξοπλίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- εξοπλισμένος (exoplisménos, “equipped”)
- εξοπλισμός m (exoplismós, “equipment”)