Definify.com
Definition 2024
εξοχικός
εξοχικός
Greek
Adjective
εξοχικός • (exochikós) m (feminine εξοχική, neuter εξοχικό)
Declension
positive forms of εξοχικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξοχικός | εξοχική | εξοχικό | εξοχικοί | εξοχικές | εξοχικά |
genitive | εξοχικού | εξοχικής | εξοχικού | εξοχικών | εξοχικών | εξοχικών |
accusative | εξοχικό | εξοχική | εξοχικό | εξοχικούς | εξοχικές | εξοχικά |
vocative | εξοχικέ | εξοχική | εξοχικό | εξοχικοί | εξοχικές | εξοχικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξοχικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξοχικός, etc.) |
Related terms
- εξοχικό n (exochikó, “holiday/country home”)