Definify.com
Definition 2024
επίπεδος
επίπεδος
Greek
Adjective
επίπεδος • (epípedos) m (feminine επίπεδη, neuter επίπεδο)
Declension
positive forms of επίπεδος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επίπεδος | επίπεδη | επίπεδο | επίπεδοι | επίπεδες | επίπεδα |
genitive | επίπεδου | επίπεδης | επίπεδου | επίπεδων | επίπεδων | επίπεδων |
accusative | επίπεδο | επίπεδη | επίπεδο | επίπεδους | επίπεδες | επίπεδα |
vocative | επίπεδε | επίπεδη | επίπεδο | επίπεδοι | επίπεδες | επίπεδα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίπεδος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίπεδος, etc.) |