Definify.com
Definition 2024
επηρεάζω
επηρεάζω
Greek
Verb
επηρεάζω • (epireázo) (simple past επηρέασα, passive form επηρεάζομαι)
Conjugation
επηρεάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | επηρεάζω | επηρέαζα | θα επηρεάζω | να επηρεάζω | |
2s | επηρεάζεις | επηρέαζες | θα επηρεάζεις | να επηρεάζεις | επηρέαζε |
3s | επηρεάζει | επηρέαζε | θα επηρεάζει | να επηρεάζει | |
1p | επηρεάζουμε, επηρεάζομε | επηρεάζαμε | θα επηρεάζουμε, επηρεάζομε | να επηρεάζουμε, επηρεάζομε | |
2p | επηρεάζετε | επηρεάζατε | θα επηρεάζετε | να επηρεάζετε | επηρεάζετε |
3p | επηρεάζουν, επηρεάζουνε | επηρέαζαν, επηρεάζαν, επηρεάζανε | θα επηρεάζουν, επηρεάζουνε | να επηρεάζουν, επηρεάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | επηρεάσω | επηρέασα | θα επηρεάσω | να επηρεάσω | |
2s | επηρεάσεις | επηρέασες | θα επηρεάσεις | να επηρεάσεις | επηρέασε |
3s | επηρεάσει | επηρέασε | θα επηρεάσει | να επηρεάσει | |
1p | επηρεάσουμε, επηρεάσομε | επηρεάσαμε | θα επηρεάσουμε, επηρεάσομε | να επηρεάσουμε, επηρεάσομε | |
2p | επηρεάσετε | επηρεάσατε | θα επηρεάσετε | να επηρεάσετε | επηρεάστε |
3p | επηρεάσουν, επηρεάσουνε | επηρέασαν, επηρεάσαν, επηρεάσανε | θα επηρεάσουν, επηρεάσουνε | να επηρεάσουν, επηρεάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω επηρεάσει | είχα επηρεάσει | θα έχω επηρεάσει | να έχω επηρεάσει | |
2s | έχεις επηρεάσει | είχες επηρεάσει | θα έχεις επηρεάσει | να έχεις επηρεάσει | έχε επηρεασμένο |
3s | έχει επηρεάσει | είχε επηρεάσει | θα έχει επηρεάσει | να έχει επηρεάσει | |
1p | έχουμε επηρεάσει | είχαμε επηρεάσει | θα έχουμε επηρεάσει | να έχουμε επηρεάσει | |
2p | έχετε επηρεάσει | είχατε επηρεάσει | θα έχετε επηρεάσει | να έχετε επηρεάσει | έχετε επηρεασμένο |
3p | έχουν επηρεάσει | είχαν επηρεάσει | θα έχουν επηρεάσει | να έχουν επηρεάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επηρεασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επηρεασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επηρεασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επηρεασμένο | ||||
Participle: | επηρεάζοντας | Non-finite ‡ | επηρεάσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- επήρεια f (epíreia, “influence”)