Definify.com
Definition 2024
επικίνδυνος
επικίνδυνος
Greek
Adjective
επικίνδυνος • (epikíndynos) m (feminine επικίνδυνη, neuter επικίνδυνο)
Declension
positive forms of επικίνδυνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επικίνδυνος | επικίνδυνη | επικίνδυνο | επικίνδυνοι | επικίνδυνες | επικίνδυνα |
genitive | επικίνδυνου | επικίνδυνης | επικίνδυνου | επικίνδυνων | επικίνδυνων | επικίνδυνων |
accusative | επικίνδυνο | επικίνδυνη | επικίνδυνο | επικίνδυνους | επικίνδυνες | επικίνδυνα |
vocative | επικίνδυνε | επικίνδυνη | επικίνδυνο | επικίνδυνοι | επικίνδυνες | επικίνδυνα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επικίνδυνος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επικίνδυνος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επικινδυνότερος | επικινδυνότερη | επικινδυνότερο | επικινδυνότεροι | επικινδυνότερες | επικινδυνότερα |
genitive | επικινδυνότερου | επικινδυνότερης | επικινδυνότερου | επικινδυνότερων | επικινδυνότερων | επικινδυνότερων |
accusative | επικινδυνότερο | επικινδυνότερη | επικινδυνότερο | επικινδυνότερους | επικινδυνότερες | επικινδυνότερα |
vocative | επικινδυνότερε | επικινδυνότερη | επικινδυνότερο | επικινδυνότεροι | επικινδυνότερες | επικινδυνότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επικινδυνότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επικινδυνότατος | επικινδυνότατη | επικινδυνότατο | επικινδυνότατοι | επικινδυνότατες | επικινδυνότατα |
genitive | επικινδυνότατου | επικινδυνότατης | επικινδυνότατου | επικινδυνότατων | επικινδυνότατων | επικινδυνότατων |
accusative | επικινδυνότατο | επικινδυνότατη | επικινδυνότατο | επικινδυνότατους | επικινδυνότατες | επικινδυνότατα |
vocative | επικινδυνότατε | επικινδυνότατη | επικινδυνότατο | επικινδυνότατοι | επικινδυνότατες | επικινδυνότατα |
Derived terms
- επικίνδυνα (epikíndyna)