Definify.com
Definition 2024
επικός
επικός
See also: ἐπικός
Greek
Adjective
επικός • (epikós) m
Declension
positive forms of επικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επικός | επική | επικό | επικοί | επικές | επικά |
genitive | επικού | επικής | επικού | επικών | επικών | επικών |
accusative | επικό | επική | επικό | επικούς | επικές | επικά |
vocative | επικέ | επική | επικό | επικοί | επικές | επικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επικός, etc.) |