Definify.com
Definition 2024
επιπόλαιος
επιπόλαιος
Greek
Adjective
επιπόλαιος • (epipólaios) m (feminine επιπόλαιη, neuter επιπόλαιο)
Declension
positive forms of επιπόλαιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιπόλαιος | επιπόλαιη | επιπόλαιο | επιπόλαιοι | επιπόλαιες | επιπόλαια |
genitive | επιπόλαιου | επιπόλαιης | επιπόλαιου | επιπόλαιων | επιπόλαιων | επιπόλαιων |
accusative | επιπόλαιο | επιπόλαιη | επιπόλαιο | επιπόλαιους | επιπόλαιες | επιπόλαια |
vocative | επιπόλαιε | επιπόλαιη | επιπόλαιο | επιπόλαιοι | επιπόλαιες | επιπόλαια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιπόλαιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιπόλαιος, etc.) |
Synonyms
- κούφος (koúfos)