Definify.com
Definition 2024
επιτυγχάνω
επιτυγχάνω
Greek
Verb
επιτυγχάνω • (epityncháno) (simple past πέτυχα or επέτυχα, passive form επιτυγχάνομαι)
- (intransitive) succeed, accomplish, achieve
- (transitive) succeed in
Conjugation
επιτυγχάνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | επιτυγχάνω | επιτύγχανα | θα επιτυγχάνω | να επιτυγχάνω | |
2s | επιτυγχάνεις | επιτύγχανες | θα επιτυγχάνεις | να επιτυγχάνεις | επιτύγχανε, πετύχαινε |
3s | επιτυγχάνει | επιτύγχανε | θα επιτυγχάνει | να επιτυγχάνει | |
1p | επιτυγχάνουμε, επιτυγχάνομε | επιτυγχάναμε | θα επιτυγχάνουμε, επιτυγχάνομε | να επιτυγχάνουμε, επιτυγχάνομε | |
2p | επιτυγχάνετε | επιτυγχάνατε | θα επιτυγχάνετε | να επιτυγχάνετε | επιτυγχάνετε, πετυχαίνετε |
3p | επιτυγχάνουν, επιτυγχάνουνε | επιτύγχαναν, επιτυγχάναν, επιτυγχάνανε | θα επιτυγχάνουν, επιτυγχάνουνε | να επιτυγχάνουν, επιτυγχάνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | επιτύχω | επέτυχα | θα επιτύχω | να επιτύχω | |
2s | επιτύχεις | επέτυχες | θα επιτύχεις | να επιτύχεις | πέτυχε |
3s | επιτύχει | επέτυχε | θα επιτύχει | να επιτύχει | |
1p | επιτύχουμε, επιτύχομε | επιτύχαμε | θα επιτύχουμε, επιτύχομε | να επιτύχουμε, επιτύχομε | |
2p | επιτύχετε | επιτύχατε | θα επιτύχετε | να επιτύχετε | επιτύχετε, πετύχετε |
3p | επιτύχουν, επιτύχουνε | επέτυχαν, επιτύχαν, επιτύχανε | θα επιτύχουν, επιτύχουνε | να επιτύχουν, επιτύχουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω επιτύχει | είχα επιτύχει | θα έχω επιτύχει | να έχω επιτύχει | |
2s | έχεις επιτύχει | είχες επιτύχει | θα έχεις επιτύχει | να έχεις επιτύχει | |
3s | έχει επιτύχει | είχε επιτύχει | θα έχει επιτύχει | να έχει επιτύχει | |
1p | έχουμε επιτύχει | είχαμε επιτύχει | θα έχουμε επιτύχει | να έχουμε επιτύχει | |
2p | έχετε επιτύχει | είχατε επιτύχει | θα έχετε επιτύχει | να έχετε επιτύχει | |
3p | έχουν επιτύχει | είχαν επιτύχει | θα έχουν επιτύχει | να έχουν επιτύχει | |
Participle: | επιτυγχάνοντας | Non-finite ‡ | επιτύχει | 148, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- πετυχαίνω (petychaíno)