Definify.com
Definition 2025
ερωτικός
ερωτικός
See also: ἐρωτικός
Greek
Adjective
ερωτικός • (erotikós) m (feminine ερωτική, neuter ερωτικό)
Declension
positive forms of ερωτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ερωτικός | ερωτική | ερωτικό | ερωτικοί | ερωτικές | ερωτικά |
| genitive | ερωτικού | ερωτικής | ερωτικού | ερωτικών | ερωτικών | ερωτικών |
| accusative | ερωτικό | ερωτική | ερωτικό | ερωτικούς | ερωτικές | ερωτικά |
| vocative | ερωτικέ | ερωτική | ερωτικό | ερωτικοί | ερωτικές | ερωτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερωτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερωτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ερωτικότερος | ερωτικότερη | ερωτικότερο | ερωτικότεροι | ερωτικότερες | ερωτικότερα |
| genitive | ερωτικότερου | ερωτικότερης | ερωτικότερου | ερωτικότερων | ερωτικότερων | ερωτικότερων |
| accusative | ερωτικότερο | ερωτικότερη | ερωτικότερο | ερωτικότερους | ερωτικότερες | ερωτικότερα |
| vocative | ερωτικότερε | ερωτικότερη | ερωτικότερο | ερωτικότεροι | ερωτικότερες | ερωτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ερωτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ερωτικότατος | ερωτικότατη | ερωτικότατο | ερωτικότατοι | ερωτικότατες | ερωτικότατα |
| genitive | ερωτικότατου | ερωτικότατης | ερωτικότατου | ερωτικότατων | ερωτικότατων | ερωτικότατων |
| accusative | ερωτικότατο | ερωτικότατη | ερωτικότατο | ερωτικότατους | ερωτικότατες | ερωτικότατα |
| vocative | ερωτικότατε | ερωτικότατη | ερωτικότατο | ερωτικότατοι | ερωτικότατες | ερωτικότατα |