Definify.com
Definition 2024
ευαίσθητος
ευαίσθητος
Greek
Adjective
ευαίσθητος • (evaísthitos) m (feminine ευαίσθητη, neuter ευαίσθητο)
Declension
positive forms of ευαίσθητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευαίσθητος | ευαίσθητη | ευαίσθητο | ευαίσθητοι | ευαίσθητες | ευαίσθητα |
genitive | ευαίσθητου | ευαίσθητης | ευαίσθητου | ευαίσθητων | ευαίσθητων | ευαίσθητων |
accusative | ευαίσθητο | ευαίσθητη | ευαίσθητο | ευαίσθητους | ευαίσθητες | ευαίσθητα |
vocative | ευαίσθητε | ευαίσθητη | ευαίσθητο | ευαίσθητοι | ευαίσθητες | ευαίσθητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευαίσθητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευαίσθητος, etc.) |
Derived terms
- ευαισθητοποίηση f (evaisthitopoíisi, “sensitisation”)
- ευαισθητοποιώ (evaisthitopoió, “to sensitise, to make sensitive”)
- ευαισθητοποιημένος (evaisthitopoiiménos, “sensitised”)