Definify.com
Definition 2024
ευρωπαϊκός
ευρωπαϊκός
Greek
Adjective
ευρωπαϊκός • (evropaïkós) m (feminine ευρωπαϊκή, neuter ευρωπαϊκό)
- European (pertaining to Europe, its people or the European Union)
- Ευρωπαϊκή Ένωση ― Evropaïkí Énosi ― European Union
- ευρωπαϊκό τρυγόνι ― evropaïkó trygóni ― European turtle dove
Declension
positive forms of ευρωπαϊκός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευρωπαϊκός | ευρωπαϊκή | ευρωπαϊκό | ευρωπαϊκοί | ευρωπαϊκές | ευρωπαϊκά |
genitive | ευρωπαϊκού | ευρωπαϊκής | ευρωπαϊκού | ευρωπαϊκών | ευρωπαϊκών | ευρωπαϊκών |
accusative | ευρωπαϊκό | ευρωπαϊκή | ευρωπαϊκό | ευρωπαϊκούς | ευρωπαϊκές | ευρωπαϊκά |
vocative | ευρωπαϊκέ | ευρωπαϊκή | ευρωπαϊκό | ευρωπαϊκοί | ευρωπαϊκές | ευρωπαϊκά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευρωπαϊκός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευρωπαϊκός, etc.) |
Related terms
- ευρωπαϊκή καλημάνα f (evropaïkí kalimána, “northern lapwing”)
- ευρωπαϊκό ψαρόνι n (evropaïkó psaróni, “European starling”)
- etc
- and see: Ευρώπη f (Evrópi, “Europe”)