Definify.com
Definition 2024
ευτυχία
ευτυχία
See also: εὐτυχία
Greek
Noun
ευτυχία • (eftychía) f (uncountable)
Declension
Declension of ευτυχία (eftychía)
Related terms
- ευτυχισμένος m (eftychisménos, “happy”)
- ευτυχώς (eftychós, “fortunately”)
Antonyms
- δυστυχία f (dystychía, “unhappiness”)
See also
- ευχαρίστηση f (efcharístisi, “pleasure”)
- ικανοποίηση f (ikanopoíisi, “contentment, satisfaction”)