Definify.com
Definition 2024
ευτυχισμένος
ευτυχισμένος
Greek
Adjective
ευτυχισμένος • (eftychisménos) m (feminine ευτυχισμένη, neuter ευτυχισμένο)
Declension
positive forms of ευτυχισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευτυχισμένος | ευτυχισμένη | ευτυχισμένο | ευτυχισμένοι | ευτυχισμένες | ευτυχισμένα |
genitive | ευτυχισμένου | ευτυχισμένης | ευτυχισμένου | ευτυχισμένων | ευτυχισμένων | ευτυχισμένων |
accusative | ευτυχισμένο | ευτυχισμένη | ευτυχισμένο | ευτυχισμένους | ευτυχισμένες | ευτυχισμένα |
vocative | ευτυχισμένε | ευτυχισμένη | ευτυχισμένο | ευτυχισμένοι | ευτυχισμένες | ευτυχισμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευτυχισμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευτυχισμένος, etc.) |
Derived terms
- ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος (eftychisménos o kainoúrios chrónos, “Happy New Year”)
Antonyms
- δυστυχισμένος (dystychisménos, “unhappy”)
Related terms
- ευτυχία f (eftychía, “happiness”)