Definify.com
Definition 2024
δυστυχισμένος
δυστυχισμένος
Greek
Adjective
δυστυχισμένος • (dystychisménos) m (feminine δυστυχισμένη, neuter δυστυχισμένο)
- unhappy (characterised by, feeling or showing unhappiness)
Declension
positive forms of δυστυχισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυστυχισμένος | δυστυχισμένη | δυστυχισμένο | δυστυχισμένοι | δυστυχισμένες | δυστυχισμένα |
genitive | δυστυχισμένου | δυστυχισμένης | δυστυχισμένου | δυστυχισμένων | δυστυχισμένων | δυστυχισμένων |
accusative | δυστυχισμένο | δυστυχισμένη | δυστυχισμένο | δυστυχισμένους | δυστυχισμένες | δυστυχισμένα |
vocative | δυστυχισμένε | δυστυχισμένη | δυστυχισμένο | δυστυχισμένοι | δυστυχισμένες | δυστυχισμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυστυχισμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυστυχισμένος, etc.) |
Antonyms
- ευτυχισμένος (eftychisménos, “happy”)
Related terms
- δυστυχία f (dystychía, “unhappiness”)