Definify.com
Definition 2024
ευφωνικός
ευφωνικός
Greek
Adjective
ευφωνικός • (effonikós) m (feminine ευφωνική, neuter ευφωνικό)
Declension
positive forms of ευφωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευφωνικός | ευφωνική | ευφωνικό | ευφωνικοί | ευφωνικές | ευφωνικά |
genitive | ευφωνικού | ευφωνικής | ευφωνικού | ευφωνικών | ευφωνικών | ευφωνικών |
accusative | ευφωνικό | ευφωνική | ευφωνικό | ευφωνικούς | ευφωνικές | ευφωνικά |
vocative | ευφωνικέ | ευφωνική | ευφωνικό | ευφωνικοί | ευφωνικές | ευφωνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευφωνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευφωνικός, etc.) |
Related terms
- ευφωνία f (effonía, “euphonia”)