Definify.com
Definition 2024
εφετικός
εφετικός
Greek
Adjective
εφετικός • (efetikós) m (feminine εφετική, neuter εφετικό)
Declension
positive forms of εφετικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εφετικός | εφετική | εφετικό | εφετικοί | εφετικές | εφετικά |
genitive | εφετικού | εφετικής | εφετικού | εφετικών | εφετικών | εφετικών |
accusative | εφετικό | εφετική | εφετικό | εφετικούς | εφετικές | εφετικά |
vocative | εφετικέ | εφετική | εφετικό | εφετικοί | εφετικές | εφετικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφετικός, etc.) |
Related terms
- see: έφεση f (éfesi, “appeal”)
See also
- ευχετικός (efchetikós, “desiderative”, adj)