Definify.com
Definition 2024
εφιάλτης
εφιάλτης
See also: Ἐφιάλτης
Greek
Noun
εφιάλτης • (efiáltis) m (plural εφιάλτες)
Declension
declension of εφιάλτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εφιάλτης | εφιάλτες |
genitive | εφιάλτη | εφιαλτών |
accusative | εφιάλτη | εφιάλτες |
vocative | εφιάλτη | εφιάλτες |
Related terms
- εφιαλτικός (efialtikós, “nightmarish”)