Definify.com
Definition 2025
εφιαλτικός
εφιαλτικός
Greek
Adjective
εφιαλτικός • (efialtikós) m (feminine εφιαλτική, neuter εφιαλτικό)
Declension
positive forms of εφιαλτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | εφιαλτικός | εφιαλτική | εφιαλτικό | εφιαλτικοί | εφιαλτικές | εφιαλτικά |
| genitive | εφιαλτικού | εφιαλτικής | εφιαλτικού | εφιαλτικών | εφιαλτικών | εφιαλτικών |
| accusative | εφιαλτικό | εφιαλτική | εφιαλτικό | εφιαλτικούς | εφιαλτικές | εφιαλτικά |
| vocative | εφιαλτικέ | εφιαλτική | εφιαλτικό | εφιαλτικοί | εφιαλτικές | εφιαλτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφιαλτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφιαλτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | εφιαλτικότερος | εφιαλτικότερη | εφιαλτικότερο | εφιαλτικότεροι | εφιαλτικότερες | εφιαλτικότερα |
| genitive | εφιαλτικότερου | εφιαλτικότερης | εφιαλτικότερου | εφιαλτικότερων | εφιαλτικότερων | εφιαλτικότερων |
| accusative | εφιαλτικότερο | εφιαλτικότερη | εφιαλτικότερο | εφιαλτικότερους | εφιαλτικότερες | εφιαλτικότερα |
| vocative | εφιαλτικότερε | εφιαλτικότερη | εφιαλτικότερο | εφιαλτικότεροι | εφιαλτικότερες | εφιαλτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εφιαλτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | εφιαλτικότατος | εφιαλτικότατη | εφιαλτικότατο | εφιαλτικότατοι | εφιαλτικότατες | εφιαλτικότατα |
| genitive | εφιαλτικότατου | εφιαλτικότατης | εφιαλτικότατου | εφιαλτικότατων | εφιαλτικότατων | εφιαλτικότατων |
| accusative | εφιαλτικότατο | εφιαλτικότατη | εφιαλτικότατο | εφιαλτικότατους | εφιαλτικότατες | εφιαλτικότατα |
| vocative | εφιαλτικότατε | εφιαλτικότατη | εφιαλτικότατο | εφιαλτικότατοι | εφιαλτικότατες | εφιαλτικότατα |
Related terms
- εφιάλτης m (efiáltis, “nightmare”)