Definify.com
Definition 2025
ζητιανεύω
ζητιανεύω
Greek
Verb
ζητιανεύω • (zitianévo) (simple past ζητιάνεψα)
Conjugation
ζητιανεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ζητιανεύω | ζητιάνευα | θα ζητιανεύω | να ζητιανεύω | |
2s | ζητιανεύεις | ζητιάνευες | θα ζητιανεύεις | να ζητιανεύεις | ζητιάνευε |
3s | ζητιανεύει | ζητιάνευε | θα ζητιανεύει | να ζητιανεύει | |
1p | ζητιανεύουμε, ζητιανεύομε | ζητιανεύαμε | θα ζητιανεύουμε, ζητιανεύομε | να ζητιανεύουμε, ζητιανεύομε | |
2p | ζητιανεύετε | ζητιανεύατε | θα ζητιανεύετε | να ζητιανεύετε | ζητιανεύετε |
3p | ζητιανεύουν, ζητιανεύουνε | ζητιάνευαν, ζητιανεύαν, ζητιανεύανε | θα ζητιανεύουν, ζητιανεύουνε | να ζητιανεύουν, ζητιανεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ζητιανέψω | ζητιάνεψα | θα ζητιανέψω | να ζητιανέψω | |
2s | ζητιανέψεις | ζητιάνεψες | θα ζητιανέψεις | να ζητιανέψεις | ζητιάνεψε |
3s | ζητιανέψει | ζητιάνεψε | θα ζητιανέψει | να ζητιανέψει | |
1p | ζητιανέψουμε, ζητιανέψομε | ζητιανέψαμε | θα ζητιανέψουμε, ζητιανέψομε | να ζητιανέψουμε, ζητιανέψομε | |
2p | ζητιανέψετε | ζητιανέψατε | θα ζητιανέψετε | να ζητιανέψετε | ζητιανέψτε, ζητιανεύτε |
3p | ζητιανέψουν, ζητιανέψουνε | ζητιάνεψαν, ζητιανέψαν, ζητιανέψανε | θα ζητιανέψουν, ζητιανέψουνε | να ζητιανέψουν, ζητιανέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ζητιανέψει | είχα ζητιανέψει | θα έχω ζητιανέψει | να έχω ζητιανέψει | |
2s | έχεις ζητιανέψει | είχες ζητιανέψει | θα έχεις ζητιανέψει | να έχεις ζητιανέψει | έχε ζητιανεμένο |
3s | έχει ζητιανέψει | είχε ζητιανέψει | θα έχει ζητιανέψει | να έχει ζητιανέψει | |
1p | έχουμε ζητιανέψει | είχαμε ζητιανέψει | θα έχουμε ζητιανέψει | να έχουμε ζητιανέψει | |
2p | έχετε ζητιανέψει | είχατε ζητιανέψει | θα έχετε ζητιανέψει | να έχετε ζητιανέψει | έχετε ζητιανεμένο |
3p | έχουν ζητιανέψει | είχαν ζητιανέψει | θα έχουν ζητιανέψει | να έχουν ζητιανέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ζητιανεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ζητιανεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ζητιανεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ζητιανεμένο | ||||
Participle: | ζητιανεύοντας | Non-finite ‡ | ζητιανέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||