Definify.com
Definition 2024
ζωγραφίζω
ζωγραφίζω
Greek
Verb
ζωγραφίζω • (zografízo) (simple past ζωγράφισα)
- (art) draw, paint, decorate
- (figuratively) perform a task with virtuosity
Conjugation
ζωγραφίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ζωγραφίζω | ζωγράφιζα | θα ζωγραφίζω | να ζωγραφίζω | |
2s | ζωγραφίζεις | ζωγράφιζες | θα ζωγραφίζεις | να ζωγραφίζεις | ζωγράφιζε |
3s | ζωγραφίζει | ζωγράφιζε | θα ζωγραφίζει | να ζωγραφίζει | |
1p | ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομε | ζωγραφίζαμε | θα ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομε | να ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζομε | |
2p | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζατε | θα ζωγραφίζετε | να ζωγραφίζετε | ζωγραφίζετε |
3p | ζωγραφίζουν, ζωγραφίζουνε | ζωγράφιζαν, ζωγραφίζαν, ζωγραφίζανε | θα ζωγραφίζουν, ζωγραφίζουνε | να ζωγραφίζουν, ζωγραφίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ζωγραφίσω | ζωγράφισα | θα ζωγραφίσω | να ζωγραφίσω | |
2s | ζωγραφίσεις | ζωγράφισες | θα ζωγραφίσεις | να ζωγραφίσεις | ζωγράφισε |
3s | ζωγραφίσει | ζωγράφισε | θα ζωγραφίσει | να ζωγραφίσει | |
1p | ζωγραφίσουμε, ζωγραφίσομε | ζωγραφίσαμε | θα ζωγραφίσουμε, ζωγραφίσομε | να ζωγραφίσουμε, ζωγραφίσομε | |
2p | ζωγραφίσετε | ζωγραφίσατε | θα ζωγραφίσετε | να ζωγραφίσετε | ζωγραφίστε |
3p | ζωγραφίσουν, ζωγραφίσουνε | ζωγράφισαν, ζωγραφίσαν, ζωγραφίσανε | θα ζωγραφίσουν, ζωγραφίσουνε | να ζωγραφίσουν, ζωγραφίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ζωγραφίσει | είχα ζωγραφίσει | θα έχω ζωγραφίσει | να έχω ζωγραφίσει | |
2s | έχεις ζωγραφίσει | είχες ζωγραφίσει | θα έχεις ζωγραφίσει | να έχεις ζωγραφίσει | |
3s | έχει ζωγραφίσει | είχε ζωγραφίσει | θα έχει ζωγραφίσει | να έχει ζωγραφίσει | |
1p | έχουμε ζωγραφίσει | είχαμε ζωγραφίσει | θα έχουμε ζωγραφίσει | να έχουμε ζωγραφίσει | |
2p | έχετε ζωγραφίσει | είχατε ζωγραφίσει | θα έχετε ζωγραφίσει | να έχετε ζωγραφίσει | |
3p | έχουν ζωγραφίσει | είχαν ζωγραφίσει | θα έχουν ζωγραφίσει | να έχουν ζωγραφίσει | |
Participle: | ζωγραφίζοντας | Non-finite ‡ | ζωγραφίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||