Definify.com
Definition 2024
ζωτικός
ζωτικός
Greek
Adjective
ζωτικός • (zotikós) m (feminine ζωτική, neuter ζωτικό)
Declension
positive forms of ζωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζωτικός | ζωτική | ζωτικό | ζωτικοί | ζωτικές | ζωτικά |
genitive | ζωτικού | ζωτικής | ζωτικού | ζωτικών | ζωτικών | ζωτικών |
accusative | ζωτικό | ζωτική | ζωτικό | ζωτικούς | ζωτικές | ζωτικά |
vocative | ζωτικέ | ζωτική | ζωτικό | ζωτικοί | ζωτικές | ζωτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζωτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζωτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζωτικότερος | ζωτικότερη | ζωτικότερο | ζωτικότεροι | ζωτικότερες | ζωτικότερα |
genitive | ζωτικότερου | ζωτικότερης | ζωτικότερου | ζωτικότερων | ζωτικότερων | ζωτικότερων |
accusative | ζωτικότερο | ζωτικότερη | ζωτικότερο | ζωτικότερους | ζωτικότερες | ζωτικότερα |
vocative | ζωτικότερε | ζωτικότερη | ζωτικότερο | ζωτικότεροι | ζωτικότερες | ζωτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ζωτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζωτικότατος | ζωτικότατη | ζωτικότατο | ζωτικότατοι | ζωτικότατες | ζωτικότατα |
genitive | ζωτικότατου | ζωτικότατης | ζωτικότατου | ζωτικότατων | ζωτικότατων | ζωτικότατων |
accusative | ζωτικότατο | ζωτικότατη | ζωτικότατο | ζωτικότατους | ζωτικότατες | ζωτικότατα |
vocative | ζωτικότατε | ζωτικότατη | ζωτικότατο | ζωτικότατοι | ζωτικότατες | ζωτικότατα |