Definify.com
Definition 2024
ηθικός
ηθικός
See also: ἠθικός
Greek
Adjective
ηθικός • (ithikós) m (feminine ηθική, neuter ηθικό)
Declension
positive forms of ηθικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθικός | ηθική | ηθικό | ηθικοί | ηθικές | ηθικά |
genitive | ηθικού | ηθικής | ηθικού | ηθικών | ηθικών | ηθικών |
accusative | ηθικό | ηθική | ηθικό | ηθικούς | ηθικές | ηθικά |
vocative | ηθικέ | ηθική | ηθικό | ηθικοί | ηθικές | ηθικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηθικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηθικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθικότερος | ηθικότερη | ηθικότερο | ηθικότεροι | ηθικότερες | ηθικότερα |
genitive | ηθικότερου | ηθικότερης | ηθικότερου | ηθικότερων | ηθικότερων | ηθικότερων |
accusative | ηθικότερο | ηθικότερη | ηθικότερο | ηθικότερους | ηθικότερες | ηθικότερα |
vocative | ηθικότερε | ηθικότερη | ηθικότερο | ηθικότεροι | ηθικότερες | ηθικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ηθικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθικότατος | ηθικότατη | ηθικότατο | ηθικότατοι | ηθικότατες | ηθικότατα |
genitive | ηθικότατου | ηθικότατης | ηθικότατου | ηθικότατων | ηθικότατων | ηθικότατων |
accusative | ηθικότατο | ηθικότατη | ηθικότατο | ηθικότατους | ηθικότατες | ηθικότατα |
vocative | ηθικότατε | ηθικότατη | ηθικότατο | ηθικότατοι | ηθικότατες | ηθικότατα |