Definify.com
Definition 2024
ηλεκτρισμένος
ηλεκτρισμένος
Greek
Adjective
ηλεκτρισμένος • (ilektrisménos) m (feminine ηλεκτρισμένη, neuter ηλεκτρισμένο)
- electrified, electrically charged, electric
- (figuratively) thrilled, electrically
Declension
positive forms of ηλεκτρισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηλεκτρισμένος | ηλεκτρισμένη | ηλεκτρισμένο | ηλεκτρισμένοι | ηλεκτρισμένες | ηλεκτρισμένα |
genitive | ηλεκτρισμένου | ηλεκτρισμένης | ηλεκτρισμένου | ηλεκτρισμένων | ηλεκτρισμένων | ηλεκτρισμένων |
accusative | ηλεκτρισμένο | ηλεκτρισμένη | ηλεκτρισμένο | ηλεκτρισμένους | ηλεκτρισμένες | ηλεκτρισμένα |
vocative | ηλεκτρισμένε | ηλεκτρισμένη | ηλεκτρισμένο | ηλεκτρισμένοι | ηλεκτρισμένες | ηλεκτρισμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλεκτρισμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλεκτρισμένος, etc.) |
Related terms
- see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)