Definify.com

Definition 2024


ηλεκτρομαγνητικός

ηλεκτρομαγνητικός

Greek

Adjective

ηλεκτρομαγνητικός (ilektromagnitikós) m (feminine ηλεκτρομαγνητική, neuter ηλεκτρομαγνητικό)

  1. electromagnetic

Declension