Definify.com
Definition 2024
ηλιόλουστος
ηλιόλουστος
Greek
Adjective
ηλιόλουστος • (ilióloustos) m (feminine ηλιόλουστη, neuter ηλιόλουστο)
Declension
positive forms of ηλιόλουστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηλιόλουστος | ηλιόλουστη | ηλιόλουστο | ηλιόλουστοι | ηλιόλουστες | ηλιόλουστα |
genitive | ηλιόλουστου | ηλιόλουστης | ηλιόλουστου | ηλιόλουστων | ηλιόλουστων | ηλιόλουστων |
accusative | ηλιόλουστο | ηλιόλουστη | ηλιόλουστο | ηλιόλουστους | ηλιόλουστες | ηλιόλουστα |
vocative | ηλιόλουστε | ηλιόλουστη | ηλιόλουστο | ηλιόλουστοι | ηλιόλουστες | ηλιόλουστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλιόλουστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλιόλουστος, etc.) |