Definify.com
Definition 2025
ηλιόλουστος
ηλιόλουστος
Greek
Adjective
ηλιόλουστος • (ilióloustos) m (feminine ηλιόλουστη, neuter ηλιόλουστο)
Declension
positive forms of ηλιόλουστος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ηλιόλουστος | ηλιόλουστη | ηλιόλουστο | ηλιόλουστοι | ηλιόλουστες | ηλιόλουστα |
| genitive | ηλιόλουστου | ηλιόλουστης | ηλιόλουστου | ηλιόλουστων | ηλιόλουστων | ηλιόλουστων |
| accusative | ηλιόλουστο | ηλιόλουστη | ηλιόλουστο | ηλιόλουστους | ηλιόλουστες | ηλιόλουστα |
| vocative | ηλιόλουστε | ηλιόλουστη | ηλιόλουστο | ηλιόλουστοι | ηλιόλουστες | ηλιόλουστα |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλιόλουστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλιόλουστος, etc.) |
|||||