Definify.com
Definition 2024
θανάσιμος
θανάσιμος
Greek
Adjective
θανάσιμος • (thanásimos) m (feminine θανάσιμη, neuter θανάσιμο)
Declension
positive forms of θανάσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θανάσιμος | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμοι | θανάσιμες | θανάσιμα |
genitive | θανάσιμου | θανάσιμης | θανάσιμου | θανάσιμων | θανάσιμων | θανάσιμων |
accusative | θανάσιμο | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμους | θανάσιμες | θανάσιμα |
vocative | θανάσιμε | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμοι | θανάσιμες | θανάσιμα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θανάσιμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θανάσιμος, etc.) |
Derived terms
- επτά θανάσιμα αμαρτήματα (eptá thanásima amartímata, “seven deadly sins”)