Definify.com
Definition 2024
θεωρώ
θεωρώ
Greek
Verb
θεωρώ • (theoró) (simple past θεώρησα, passive form θεωρούμαι)
Conjugation
θεωρώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | θεωρώ | θεωρούσα | θα θεωρώ | να θεωρώ | |
2s | θεωρείς | θεωρούσες | θα θεωρείς | να θεωρείς | — |
3s | θεωρεί | θεωρούσε | θα θεωρεί | να θεωρεί | |
1p | θεωρούμε | θεωρούσαμε | θα θεωρούμε | να θεωρούμε | |
2p | θεωρείτε | θεωρούσατε | θα θεωρείτε | να θεωρείτε | θεωρείτε |
3p | θεωρούν, θεωρούνε | θεωρούσαν, θεωρούσανε | θα θεωρούν, θα θεωρούνε | να θεωρούν, να θεωρούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | θεωρήσω | θεώρησα | θα θεωρήσω | να θεωρήσω | |
2s | θεωρήσεις | θεώρησες | θα θεωρήσεις | να θεωρήσεις | θεώρησε |
3s | θεωρήσει | θεώρησε | θα θεωρήσει | να θεωρήσει | |
1p | θεωρήσουμε, θεωρήσομε | θεωρήσαμε | θα θεωρήσουμε, θα θεωρήσομε | να θεωρήσουμε, να θεωρήσομε | |
2p | θεωρήσετε | θεωρήσατε | θα θεωρήσετε | να θεωρήσετε | θεωρήστε, θεωρήσετε |
3p | θεωρήσουν, θεωρήσουνε | θεώρησαν, θεωρήσαν, θεωρήσανε | θα θεωρήσουν, θα θεωρήσουνε | να θεωρήσουν, να θεωρήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω θεωρήσει | είχα θεωρήσει | θα έχω θεωρήσει | να έχω θεωρήσει | |
2s | έχεις θεωρήσει | είχες θεωρήσει | θα έχεις θεωρήσει | να έχεις θεωρήσει | |
3s | έχει θεωρήσει | είχε θεωρήσει | θα έχει θεωρήσει | να έχει θεωρήσει | |
1p | έχουμε θεωρήσει | είχαμε θεωρήσει | θα έχουμε θεωρήσει | να έχουμε θεωρήσει | |
2p | έχετε θεωρήσει | είχατε θεωρήσει | θα έχετε θεωρήσει | να έχετε θεωρήσει | |
3p | έχουν θεωρήσει | είχαν θεωρήσει | θα έχουν θεωρήσει | να έχουν θεωρήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) θεωρημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) θεωρημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) θεωρημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) θεωρημένο | ||||
Participle: | θεωρώντας | Non-finite ‡ | θεωρήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||