Definify.com
Definition 2024
θηλυπρεπής
θηλυπρεπής
Greek
Adjective
θηλυπρεπής • (thilyprepís) m (feminine θηλυπρεπής, neuter θηλυπρεπές)
- effeminate, girly
- (pejorative) camp, gay-acting
Declension
positive forms of θηλυπρεπής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλυπρεπής | θηλυπρεπής | θηλυπρεπές | θηλυπρεπείς | θηλυπρεπείς | θηλυπρεπή |
genitive | θηλυπρεπούς | θηλυπρεπούς | θηλυπρεπούς | θηλυπρεπών | θηλυπρεπών | θηλυπρεπών |
accusative | θηλυπρεπή | θηλυπρεπή | θηλυπρεπές | θηλυπρεπείς | θηλυπρεπείς | θηλυπρεπή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θηλυπρεπής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θηλυπρεπής, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλυπρεπέστερος | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστεροι | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
genitive | θηλυπρεπέστερου | θηλυπρεπέστερης | θηλυπρεπέστερου | θηλυπρεπέστερων | θηλυπρεπέστερων | θηλυπρεπέστερων |
accusative | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστερους | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
vocative | θηλυπρεπέστερε | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστεροι | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θηλυπρεπέστερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλυπρεπέστατος | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατοι | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
genitive | θηλυπρεπέστατου | θηλυπρεπέστατης | θηλυπρεπέστατου | θηλυπρεπέστατων | θηλυπρεπέστατων | θηλυπρεπέστατων |
accusative | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατους | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
vocative | θηλυπρεπέστατε | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατοι | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
Antonyms
- ανδροπρεπής (androprepís, “manly”)
See also
- γυναικίσιος (gynaikísios, “womanly”)