Definify.com
Definition 2024
θρησκευτικός
θρησκευτικός
Greek
Adjective
θρησκευτικός • (thriskeftikós) m (feminine θρησκευτική, neuter θρησκευτικό)
Declension
positive forms of θρησκευτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θρησκευτικός | θρησκευτική | θρησκευτικό | θρησκευτικοί | θρησκευτικές | θρησκευτικά |
genitive | θρησκευτικού | θρησκευτικής | θρησκευτικού | θρησκευτικών | θρησκευτικών | θρησκευτικών |
accusative | θρησκευτικό | θρησκευτική | θρησκευτικό | θρησκευτικούς | θρησκευτικές | θρησκευτικά |
vocative | θρησκευτικέ | θρησκευτική | θρησκευτικό | θρησκευτικοί | θρησκευτικές | θρησκευτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θρησκευτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θρησκευτικός, etc.) |
Related terms
- see: θρησκεία f (thriskeía, “religion”)