Definify.com
Definition 2024
θριαμβεύω
θριαμβεύω
Greek
Verb
θριαμβεύω • (thriamvévo) (simple past θριάμβευσα)
Conjugation
θριαμβεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | θριαμβεύω | θριάμβευα | θα θριαμβεύω | να θριαμβεύω | |
2s | θριαμβεύεις | θριάμβευες | θα θριαμβεύεις | να θριαμβεύεις | θριάμβευε |
3s | θριαμβεύει | θριάμβευε | θα θριαμβεύει | να θριαμβεύει | |
1p | θριαμβεύουμε, θριαμβεύομε | θριαμβεύαμε | θα θριαμβεύουμε, θριαμβεύομε | να θριαμβεύουμε, θριαμβεύομε | |
2p | θριαμβεύετε | θριαμβεύατε | θα θριαμβεύετε | να θριαμβεύετε | θριαμβεύετε |
3p | θριαμβεύουν, θριαμβεύουνε | θριάμβευαν, θριαμβεύαν, θριαμβεύανε | θα θριαμβεύουν, θριαμβεύουνε | να θριαμβεύουν, θριαμβεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | θριαμβεύσω | θριάμβευσα | θα θριαμβεύσω | να θριαμβεύσω | |
2s | θριαμβεύσεις | θριάμβευσες | θα θριαμβεύσεις | να θριαμβεύσεις | θριάμβευσε |
3s | θριαμβεύσει | θριάμβευσε | θα θριαμβεύσει | να θριαμβεύσει | |
1p | θριαμβεύσουμε, θριαμβεύσομε | θριαμβεύσαμε | θα θριαμβεύσουμε, θριαμβεύσομε | να θριαμβεύσουμε, θριαμβεύσομε | |
2p | θριαμβεύσετε | θριαμβεύσατε | θα θριαμβεύσετε | να θριαμβεύσετε | θριαμβεύστε, θριαμβεύτε |
3p | θριαμβεύσουν, θριαμβεύσουνε | θριάμβευσαν, θριαμβεύσαν, θριαμβεύσανε | θα θριαμβεύσουν, θριαμβεύσουνε | να θριαμβεύσουν, θριαμβεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω θριαμβεύσει | είχα θριαμβεύσει | θα έχω θριαμβεύσει | να έχω θριαμβεύσει | |
2s | έχεις θριαμβεύσει | είχες θριαμβεύσει | θα έχεις θριαμβεύσει | να έχεις θριαμβεύσει | έχε θριαμβευμένο |
3s | έχει θριαμβεύσει | είχε θριαμβεύσει | θα έχει θριαμβεύσει | να έχει θριαμβεύσει | |
1p | έχουμε θριαμβεύσει | είχαμε θριαμβεύσει | θα έχουμε θριαμβεύσει | να έχουμε θριαμβεύσει | |
2p | έχετε θριαμβεύσει | είχατε θριαμβεύσει | θα έχετε θριαμβεύσει | να έχετε θριαμβεύσει | έχετε θριαμβευμένο |
3p | έχουν θριαμβεύσει | είχαν θριαμβεύσει | θα έχουν θριαμβεύσει | να έχουν θριαμβεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) θριαμβευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) θριαμβευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) θριαμβευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) θριαμβευμένο | ||||
Participle: | θριαμβεύοντας | Non-finite ‡ | θριαμβεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||