Definify.com
Definition 2024
θρυλικός
θρυλικός
Greek
Adjective
θρυλικός • (thrylikós) m (feminine θρυλική, neuter θρυλικό)
- legendary (of or pertaining to a legend)
Declension
positive forms of θρυλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θρυλικός | θρυλική | θρυλικό | θρυλικοί | θρυλικές | θρυλικά |
genitive | θρυλικού | θρυλικής | θρυλικού | θρυλικών | θρυλικών | θρυλικών |
accusative | θρυλικό | θρυλική | θρυλικό | θρυλικούς | θρυλικές | θρυλικά |
vocative | θρυλικέ | θρυλική | θρυλικό | θρυλικοί | θρυλικές | θρυλικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θρυλικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θρυλικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θρυλικότερος | θρυλικότερη | θρυλικότερο | θρυλικότεροι | θρυλικότερες | θρυλικότερα |
genitive | θρυλικότερου | θρυλικότερης | θρυλικότερου | θρυλικότερων | θρυλικότερων | θρυλικότερων |
accusative | θρυλικότερο | θρυλικότερη | θρυλικότερο | θρυλικότερους | θρυλικότερες | θρυλικότερα |
vocative | θρυλικότερε | θρυλικότερη | θρυλικότερο | θρυλικότεροι | θρυλικότερες | θρυλικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θρυλικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θρυλικότατος | θρυλικότατη | θρυλικότατο | θρυλικότατοι | θρυλικότατες | θρυλικότατα |
genitive | θρυλικότατου | θρυλικότατης | θρυλικότατου | θρυλικότατων | θρυλικότατων | θρυλικότατων |
accusative | θρυλικότατο | θρυλικότατη | θρυλικότατο | θρυλικότατους | θρυλικότατες | θρυλικότατα |
vocative | θρυλικότατε | θρυλικότατη | θρυλικότατο | θρυλικότατοι | θρυλικότατες | θρυλικότατα |
Related terms
- θρύλος m (thrýlos, “legend”)