Definify.com
Definition 2024
θρυμματίζω
θρυμματίζω
Greek
Verb
θρυμματίζω • (thrymmatízo) (simple past θρυμμάτισα, passive form θρυμματίζομαι)
Conjugation
θρυμματίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | θρυμματίζω | θρυμμάτιζα | θα θρυμματίζω | να θρυμματίζω | |
2s | θρυμματίζεις | θρυμμάτιζες | θα θρυμματίζεις | να θρυμματίζεις | θρυμμάτιζε |
3s | θρυμματίζει | θρυμμάτιζε | θα θρυμματίζει | να θρυμματίζει | |
1p | θρυμματίζουμε, θρυμματίζομε | θρυμματίζαμε | θα θρυμματίζουμε, θρυμματίζομε | να θρυμματίζουμε, θρυμματίζομε | |
2p | θρυμματίζετε | θρυμματίζατε | θα θρυμματίζετε | να θρυμματίζετε | θρυμματίζετε |
3p | θρυμματίζουν, θρυμματίζουνε | θρυμμάτιζαν, θρυμματίζαν, θρυμματίζανε | θα θρυμματίζουν, θρυμματίζουνε | να θρυμματίζουν, θρυμματίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | θρυμματίσω | θρυμμάτισα | θα θρυμματίσω | να θρυμματίσω | |
2s | θρυμματίσεις | θρυμμάτισες | θα θρυμματίσεις | να θρυμματίσεις | θρυμμάτισε |
3s | θρυμματίσει | θρυμμάτισε | θα θρυμματίσει | να θρυμματίσει | |
1p | θρυμματίσουμε, θρυμματίσομε | θρυμματίσαμε | θα θρυμματίσουμε, θρυμματίσομε | να θρυμματίσουμε, θρυμματίσομε | |
2p | θρυμματίσετε | θρυμματίσατε | θα θρυμματίσετε | να θρυμματίσετε | θρυμματίστε |
3p | θρυμματίσουν, θρυμματίσουνε | θρυμμάτισαν, θρυμματίσαν, θρυμματίσανε | θα θρυμματίσουν, θρυμματίσουνε | να θρυμματίσουν, θρυμματίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω θρυμματίσει | είχα θρυμματίσει | θα έχω θρυμματίσει | να έχω θρυμματίσει | |
2s | έχεις θρυμματίσει | είχες θρυμματίσει | θα έχεις θρυμματίσει | να έχεις θρυμματίσει | |
3s | έχει θρυμματίσει | είχε θρυμματίσει | θα έχει θρυμματίσει | να έχει θρυμματίσει | |
1p | έχουμε θρυμματίσει | είχαμε θρυμματίσει | θα έχουμε θρυμματίσει | να έχουμε θρυμματίσει | |
2p | έχετε θρυμματίσει | είχατε θρυμματίσει | θα έχετε θρυμματίσει | να έχετε θρυμματίσει | |
3p | έχουν θρυμματίσει | είχαν θρυμματίσει | θα έχουν θρυμματίσει | να έχουν θρυμματίσει | |
Participle: | θρυμματίζοντας | Non-finite ‡ | θρυμματίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αθρυμμάτιστος (athrymmátistos, “unbroken”)