Definify.com
Definition 2024
ιγνυακός
ιγνυακός
Greek
Adjective
ιγνυακός • (ignyakós) m (feminine ιγνυακή, neuter ιγνυακό)
Declension
positive forms of ιγνυακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιγνυακός | ιγνυακή | ιγνυακό | ιγνυακοί | ιγνυακές | ιγνυακά |
genitive | ιγνυακού | ιγνυακής | ιγνυακού | ιγνυακών | ιγνυακών | ιγνυακών |
accusative | ιγνυακό | ιγνυακή | ιγνυακό | ιγνυακούς | ιγνυακές | ιγνυακά |
vocative | ιγνυακέ | ιγνυακή | ιγνυακό | ιγνυακοί | ιγνυακές | ιγνυακά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιγνυακός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιγνυακός, etc.) |
Related terms
- ιγνύα f (ignýa, “popliteus”)