Definify.com
Definition 2024
ισχυρός
ισχυρός
See also: ἰσχυρός
Greek
Adjective
ισχυρός • (ischyrós) m (feminine ισχυρή, neuter ισχυρό)
Declension
positive forms of ισχυρός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχυρός | ισχυρή | ισχυρό | ισχυροί | ισχυρές | ισχυρά |
genitive | ισχυρού | ισχυρής | ισχυρού | ισχυρών | ισχυρών | ισχυρών |
accusative | ισχυρό | ισχυρή | ισχυρό | ισχυρούς | ισχυρές | ισχυρά |
vocative | ισχυρέ | ισχυρή | ισχυρό | ισχυροί | ισχυρές | ισχυρά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ισχυρός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ισχυρός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχυρότερος | ισχυρότερη | ισχυρότερο | ισχυρότεροι | ισχυρότερες | ισχυρότερα |
genitive | ισχυρότερου | ισχυρότερης | ισχυρότερου | ισχυρότερων | ισχυρότερων | ισχυρότερων |
accusative | ισχυρότερο | ισχυρότερη | ισχυρότερο | ισχυρότερους | ισχυρότερες | ισχυρότερα |
vocative | ισχυρότερε | ισχυρότερη | ισχυρότερο | ισχυρότεροι | ισχυρότερες | ισχυρότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ισχυρότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχυρότατος | ισχυρότατη | ισχυρότατο | ισχυρότατοι | ισχυρότατες | ισχυρότατα |
genitive | ισχυρότατου | ισχυρότατης | ισχυρότατου | ισχυρότατων | ισχυρότατων | ισχυρότατων |
accusative | ισχυρότατο | ισχυρότατη | ισχυρότατο | ισχυρότατους | ισχυρότατες | ισχυρότατα |
vocative | ισχυρότατε | ισχυρότατη | ισχυρότατο | ισχυρότατοι | ισχυρότατες | ισχυρότατα |
Synonyms
- (strong (smell), powerful (blow)): δυνατός (dynatós)
Related terms
- see: ισχύω (ischýo, “be valid”)