Definify.com
Definition 2024
κανακεύω
κανακεύω
Greek
Verb
κανακεύω • (kanakévo) (simple past κανάκεψα)
Conjugation
κανακεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κανακεύω | κανάκευα | θα κανακεύω | να κανακεύω | |
2s | κανακεύεις | κανάκευες | θα κανακεύεις | να κανακεύεις | κανάκευε |
3s | κανακεύει | κανάκευε | θα κανακεύει | να κανακεύει | |
1p | κανακεύουμε, κανακεύομε | κανακεύαμε | θα κανακεύουμε, κανακεύομε | να κανακεύουμε, κανακεύομε | |
2p | κανακεύετε | κανακεύατε | θα κανακεύετε | να κανακεύετε | κανακεύετε |
3p | κανακεύουν, κανακεύουνε | κανάκευαν, κανακεύαν, κανακεύανε | θα κανακεύουν, κανακεύουνε | να κανακεύουν, κανακεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κανακέψω | κανάκεψα | θα κανακέψω | να κανακέψω | |
2s | κανακέψεις | κανάκεψες | θα κανακέψεις | να κανακέψεις | κανάκεψε |
3s | κανακέψει | κανάκεψε | θα κανακέψει | να κανακέψει | |
1p | κανακέψουμε, κανακέψομε | κανακέψαμε | θα κανακέψουμε, κανακέψομε | να κανακέψουμε, κανακέψομε | |
2p | κανακέψετε | κανακέψατε | θα κανακέψετε | να κανακέψετε | κανακέψτε, κανακεύτε |
3p | κανακέψουν, κανακέψουνε | κανάκεψαν, κανακέψαν, κανακέψανε | θα κανακέψουν, κανακέψουνε | να κανακέψουν, κανακέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κανακέψει | είχα κανακέψει | θα έχω κανακέψει | να έχω κανακέψει | |
2s | έχεις κανακέψει | είχες κανακέψει | θα έχεις κανακέψει | να έχεις κανακέψει | έχε κανακεμένο |
3s | έχει κανακέψει | είχε κανακέψει | θα έχει κανακέψει | να έχει κανακέψει | |
1p | έχουμε κανακέψει | είχαμε κανακέψει | θα έχουμε κανακέψει | να έχουμε κανακέψει | |
2p | έχετε κανακέψει | είχατε κανακέψει | θα έχετε κανακέψει | να έχετε κανακέψει | έχετε κανακεμένο |
3p | έχουν κανακέψει | είχαν κανακέψει | θα έχουν κανακέψει | να έχουν κανακέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κανακεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κανακεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κανακεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κανακεμένο | ||||
Participle: | κανακεύοντας | Non-finite ‡ | κανακέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||