Definify.com
Definition 2024
κανιβαλικός
κανιβαλικός
Greek
Adjective
κανιβαλικός • (kanivalikós) m (feminine κανιβαλική, neuter κανιβαλικό)
Declension
positive forms of κανιβαλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κανιβαλικός | κανιβαλική | κανιβαλικό | κανιβαλικοί | κανιβαλικές | κανιβαλικά |
genitive | κανιβαλικού | κανιβαλικής | κανιβαλικού | κανιβαλικών | κανιβαλικών | κανιβαλικών |
accusative | κανιβαλικό | κανιβαλική | κανιβαλικό | κανιβαλικούς | κανιβαλικές | κανιβαλικά |
vocative | κανιβαλικέ | κανιβαλική | κανιβαλικό | κανιβαλικοί | κανιβαλικές | κανιβαλικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κανιβαλικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κανιβαλικός, etc.) |
Related terms
- see: κανίβαλος m, f (kanívalos, “cannibal”)