Definify.com
Definition 2024
κατάκλειστος
κατάκλειστος
Greek
Adjective
κατάκλειστος • (katákleistos) m
- completely closed or shut up (house, shop, etc)
Declension
positive forms of κατάκλειστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατάκλειστος | κατάκλειστη | κατάκλειστο | κατάκλειστοι | κατάκλειστες | κατάκλειστα |
genitive | κατάκλειστου | κατάκλειστης | κατάκλειστου | κατάκλειστων | κατάκλειστων | κατάκλειστων |
accusative | κατάκλειστο | κατάκλειστη | κατάκλειστο | κατάκλειστους | κατάκλειστες | κατάκλειστα |
vocative | κατάκλειστε | κατάκλειστη | κατάκλειστο | κατάκλειστοι | κατάκλειστες | κατάκλειστα |
Related terms
- κλειστός (kleistós, “closed”, adj) (for a shorter time)
- and see: κλείνω (kleíno, “to shut”)