Definify.com
Definition 2024
καταβροχθίζω
καταβροχθίζω
Greek
Verb
καταβροχθίζω • (katavrochthízo) (simple past καταβρόχθισα)
Conjugation
καταβροχθίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | καταβροχθίζω | καταβρόχθιζα | θα καταβροχθίζω | να καταβροχθίζω | |
2s | καταβροχθίζεις | καταβρόχθιζες | θα καταβροχθίζεις | να καταβροχθίζεις | καταβρόχθιζε |
3s | καταβροχθίζει | καταβρόχθιζε | θα καταβροχθίζει | να καταβροχθίζει | |
1p | καταβροχθίζουμε, καταβροχθίζομε | καταβροχθίζαμε | θα καταβροχθίζουμε, καταβροχθίζομε | να καταβροχθίζουμε, καταβροχθίζομε | |
2p | καταβροχθίζετε | καταβροχθίζατε | θα καταβροχθίζετε | να καταβροχθίζετε | καταβροχθίζετε |
3p | καταβροχθίζουν, καταβροχθίζουνε | καταβρόχθιζαν, καταβροχθίζαν, καταβροχθίζανε | θα καταβροχθίζουν, καταβροχθίζουνε | να καταβροχθίζουν, καταβροχθίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | καταβροχθίσω | καταβρόχθισα | θα καταβροχθίσω | να καταβροχθίσω | |
2s | καταβροχθίσεις | καταβρόχθισες | θα καταβροχθίσεις | να καταβροχθίσεις | καταβρόχθισε |
3s | καταβροχθίσει | καταβρόχθισε | θα καταβροχθίσει | να καταβροχθίσει | |
1p | καταβροχθίσουμε, καταβροχθίσομε | καταβροχθίσαμε | θα καταβροχθίσουμε, καταβροχθίσομε | να καταβροχθίσουμε, καταβροχθίσομε | |
2p | καταβροχθίσετε | καταβροχθίσατε | θα καταβροχθίσετε | να καταβροχθίσετε | καταβροχθίστε |
3p | καταβροχθίσουν, καταβροχθίσουνε | καταβρόχθισαν, καταβροχθίσαν, καταβροχθίσανε | θα καταβροχθίσουν, καταβροχθίσουνε | να καταβροχθίσουν, καταβροχθίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω καταβροχθίσει | είχα καταβροχθίσει | θα έχω καταβροχθίσει | να έχω καταβροχθίσει | |
2s | έχεις καταβροχθίσει | είχες καταβροχθίσει | θα έχεις καταβροχθίσει | να έχεις καταβροχθίσει | |
3s | έχει καταβροχθίσει | είχε καταβροχθίσει | θα έχει καταβροχθίσει | να έχει καταβροχθίσει | |
1p | έχουμε καταβροχθίσει | είχαμε καταβροχθίσει | θα έχουμε καταβροχθίσει | να έχουμε καταβροχθίσει | |
2p | έχετε καταβροχθίσει | είχατε καταβροχθίσει | θα έχετε καταβροχθίσει | να έχετε καταβροχθίσει | |
3p | έχουν καταβροχθίσει | είχαν καταβροχθίσει | θα έχουν καταβροχθίσει | να έχουν καταβροχθίσει | |
Participle: | καταβροχθίζοντας | Non-finite ‡ | καταβροχθίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||