Definify.com

Definition 2024


καταγάλανος

καταγάλανος

Greek

Adjective

καταγάλανος (katagálanos) m (feminine καταγάλανη, neuter καταγάλανο)

  1. deep blue, dark blue

Declension

Coordinate terms

  • and see: μπλε (ble, blue)