Definify.com
Definition 2024
καταγάλανος
καταγάλανος
Greek
Adjective
καταγάλανος • (katagálanos) m (feminine καταγάλανη, neuter καταγάλανο)
Declension
positive forms of καταγάλανος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταγάλανος | καταγάλανη | καταγάλανο | καταγάλανοι | καταγάλανες | καταγάλανα |
genitive | καταγάλανου | καταγάλανης | καταγάλανου | καταγάλανων | καταγάλανων | καταγάλανων |
accusative | καταγάλανο | καταγάλανη | καταγάλανο | καταγάλανους | καταγάλανες | καταγάλανα |
vocative | καταγάλανε | καταγάλανη | καταγάλανο | καταγάλανοι | καταγάλανες | καταγάλανα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταγάλανος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταγάλανος, etc.) |
Coordinate terms
- γαλανός (galanós, “pale blue”)
- and see: μπλε (ble, “blue”)