Definify.com
Definition 2024
καταδυτικός
καταδυτικός
Greek
Adjective
καταδυτικός • (katadytikós) m (feminine καταδυτική, neuter καταδυτικό)
Declension
positive forms of καταδυτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταδυτικός | καταδυτική | καταδυτικό | καταδυτικοί | καταδυτικές | καταδυτικά |
genitive | καταδυτικού | καταδυτικής | καταδυτικού | καταδυτικών | καταδυτικών | καταδυτικών |
accusative | καταδυτικό | καταδυτική | καταδυτικό | καταδυτικούς | καταδυτικές | καταδυτικά |
vocative | καταδυτικέ | καταδυτική | καταδυτικό | καταδυτικοί | καταδυτικές | καταδυτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταδυτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταδυτικός, etc.) |
Related terms
- κατάδυση f (katádysi, “diving”)
- καταδυτικός κώδων m (katadytikós kódon, “diving bell”)