Definify.com
Definition 2024
καταπληκτικός
καταπληκτικός
Greek
Adjective
καταπληκτικός • (katapliktikós) m (feminine καταπληκτική, neuter καταπληκτικό)
Declension
positive forms of καταπληκτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταπληκτικός | καταπληκτική | καταπληκτικό | καταπληκτικοί | καταπληκτικές | καταπληκτικά |
genitive | καταπληκτικού | καταπληκτικής | καταπληκτικού | καταπληκτικών | καταπληκτικών | καταπληκτικών |
accusative | καταπληκτικό | καταπληκτική | καταπληκτικό | καταπληκτικούς | καταπληκτικές | καταπληκτικά |
vocative | καταπληκτικέ | καταπληκτική | καταπληκτικό | καταπληκτικοί | καταπληκτικές | καταπληκτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταπληκτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταπληκτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταπληκτικότερος | καταπληκτικότερη | καταπληκτικότερο | καταπληκτικότεροι | καταπληκτικότερες | καταπληκτικότερα |
genitive | καταπληκτικότερου | καταπληκτικότερης | καταπληκτικότερου | καταπληκτικότερων | καταπληκτικότερων | καταπληκτικότερων |
accusative | καταπληκτικότερο | καταπληκτικότερη | καταπληκτικότερο | καταπληκτικότερους | καταπληκτικότερες | καταπληκτικότερα |
vocative | καταπληκτικότερε | καταπληκτικότερη | καταπληκτικότερο | καταπληκτικότεροι | καταπληκτικότερες | καταπληκτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταπληκτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταπληκτικότατος | καταπληκτικότατη | καταπληκτικότατο | καταπληκτικότατοι | καταπληκτικότατες | καταπληκτικότατα |
genitive | καταπληκτικότατου | καταπληκτικότατης | καταπληκτικότατου | καταπληκτικότατων | καταπληκτικότατων | καταπληκτικότατων |
accusative | καταπληκτικότατο | καταπληκτικότατη | καταπληκτικότατο | καταπληκτικότατους | καταπληκτικότατες | καταπληκτικότατα |
vocative | καταπληκτικότατε | καταπληκτικότατη | καταπληκτικότατο | καταπληκτικότατοι | καταπληκτικότατες | καταπληκτικότατα |
Related terms
- καταπληκτικά (katapliktiká, “fantastic”)
- κατάπληκτος (katápliktos, “astonished, amazed”)
- κατάπληξη f (katáplixi, “astonishment, amazement”)
- καταπληξία f (kataplixía, “shock”)
- καταπλήσσω (kataplísso, “to shock, to astonish”)