Definify.com

Definition 2024


καταπληκτικός

καταπληκτικός

Greek

Adjective

καταπληκτικός (katapliktikós) m (feminine καταπληκτική, neuter καταπληκτικό)

  1. amazing, fantastic, astounding

Declension

Related terms

  • καταπληκτικά (katapliktiká, fantastic)
  • κατάπληκτος (katápliktos, astonished, amazed)
  • κατάπληξη f (katáplixi, astonishment, amazement)
  • καταπληξία f (kataplixía, shock)
  • καταπλήσσω (kataplísso, to shock, to astonish)