Definify.com

Definition 2024


καταπολεμούμαι

καταπολεμούμαι

Greek

Alternative forms

Verb

καταπολεμούμαι (katapolemoúmai) (simple past καταπολεμήθηκα, active form καταπολεμώ, passive)

  1. passive of καταπολεμώ (katapolemó)

Conjugation