Definify.com
Definition 2025
καταπράσινος
καταπράσινος
Greek
Adjective
καταπράσινος • (kataprásinos) m (feminine καταπράσινη, neuter καταπράσινο)
Declension
positive forms of καταπράσινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταπράσινος | καταπράσινη | καταπράσινο | καταπράσινοι | καταπράσινες | καταπράσινα |
genitive | καταπράσινου | καταπράσινης | καταπράσινου | καταπράσινων | καταπράσινων | καταπράσινων |
accusative | καταπράσινο | καταπράσινη | καταπράσινο | καταπράσινους | καταπράσινες | καταπράσινα |
vocative | καταπράσινε | καταπράσινη | καταπράσινο | καταπράσινοι | καταπράσινες | καταπράσινα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταπράσινος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταπράσινος, etc.) |
Related terms
- see: πράσινος (prásinos, “green”)