Definify.com

Definition 2024


καταπραϋντικός

καταπραϋντικός

Greek

Adjective

καταπραϋντικός (katapraÿntikós) m (feminine καταπραϋντική, neuter καταπραϋντικό)

  1. sedative, soothing, palliative

Declension

Synonyms

See also

  • υπνωτικός (ypnotikós, sleep inducing)