Definify.com
Definition 2025
καταρρακτώδης
καταρρακτώδης
Greek
Adjective
καταρρακτώδης • (katarraktódis) m (feminine καταρρακτώδης, neuter καταρρακτώδες)
Declension
positive forms of καταρρακτώδης
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καταρρακτώδης | καταρρακτώδης | καταρρακτώδες | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδη |
| genitive | καταρρακτώδους | καταρρακτώδους | καταρρακτώδους | καταρρακτωδών | καταρρακτωδών | καταρρακτωδών |
| accusative | καταρρακτώδη | καταρρακτώδη | καταρρακτώδες | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδη |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταρρακτώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταρρακτώδης, etc.) |
|||||
Related terms
- καταρράκτης m (katarráktis, “torrent”)
- καταρρακτωδώς (katarraktodós, “torrentially”)