Definify.com
Definition 2024
κατεργάρης
κατεργάρης
Greek
Adjective
κατεργάρης • (katergáris) m (feminine κατεργάρα, neuter κατεργάρο)
Declension
positive forms of κατεργάρης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατεργάρης | κατεργάρα | κατεργάρικο | κατεργάρηδες | κατεργάρες | κατεργάρικα |
genitive | κατεργάρη | κατεργάρας | κατεργάρικου | κατεργάρηδων | — | κατεργάρικων |
accusative | κατεργάρη | κατεργάρα | κατεργάρικο | κατεργάρηδες | κατεργάρες | κατεργάρικα |
vocative | κατεργάρη | κατεργάρα | κατεργάρικο | κατεργάρηδες | κατεργάρες | κατεργάρικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατεργάρης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατεργάρης, etc.) |