Definify.com
Definition 2025
κατηγορηματικός
κατηγορηματικός
Greek
Adjective
κατηγορηματικός • (katigorimatikós) m (feminine κατηγορηματική, neuter κατηγορηματικό)
Declension
positive forms of κατηγορηματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατηγορηματικός | κατηγορηματική | κατηγορηματικό | κατηγορηματικοί | κατηγορηματικές | κατηγορηματικά |
genitive | κατηγορηματικού | κατηγορηματικής | κατηγορηματικού | κατηγορηματικών | κατηγορηματικών | κατηγορηματικών |
accusative | κατηγορηματικό | κατηγορηματική | κατηγορηματικό | κατηγορηματικούς | κατηγορηματικές | κατηγορηματικά |
vocative | κατηγορηματικέ | κατηγορηματική | κατηγορηματικό | κατηγορηματικοί | κατηγορηματικές | κατηγορηματικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατηγορηματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατηγορηματικός, etc.) |
Related terms
- κατηγορηματικά (katigorimatiká, “categorically”)