Definify.com

Definition 2024


κατηγορούμαι

κατηγορούμαι

Greek

Verb

κατηγορούμαι (katigoroúmai) (simple past κατηγορήθηκα, active form κατηγορώ, passive)

  1. passive of κατηγορώ (katigoró)

Conjugation