Definify.com
Definition 2024
κατηγορούμαι
κατηγορούμαι
Greek
Verb
κατηγορούμαι • (katigoroúmai) (simple past κατηγορήθηκα, active form κατηγορώ, passive)
- passive of κατηγορώ (katigoró)
Conjugation
κατηγορούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατηγορούμαι | κατηγοριόμουν, κατηγοριόμουνα | θα κατηγορούμαι | να κατηγορούμαι | |
2s | κατηγορείσαι | κατηγοριόσουν, κατηγοριόσουνα | θα κατηγορείσαι | να κατηγορείσαι | — |
3s | κατηγορείται | κατηγοριόταν, κατηγοριότανε | θα κατηγορείται | να κατηγορείται | |
1p | κατηγορούμαστε, κατηγορόμαστε | κατηγοριόμαστε, κατηγοριόμασταν | θα κατηγορούμαστε | να κατηγορούμαστε | |
2p | κατηγορείστε, κατηγορόσαστε | κατηγοριόσαστε, κατηγοριόσασταν | θα κατηγορείστε | να κατηγορείστε | κατηγορείστε |
3p | κατηγορούνται | κατηγοριόνταν, κατηγοριούνταν, κατηγοριόντουσαν, κατηγοριόντανε | θα κατηγορούνται | να κατηγορούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατηγορηθώ | κατηγορήθηκα | θα κατηγορηθώ | να κατηγορηθώ | |
2s | κατηγορηθείς | κατηγορήθηκες | θα κατηγορηθείς | να κατηγορηθείς | κατηγορήσου |
3s | κατηγορηθεί | κατηγορήθηκε | θα κατηγορηθεί | να κατηγορηθεί | |
1p | κατηγορηθούμε | κατηγορηθήκαμε | θα κατηγορηθούμε | να κατηγορηθούμε | |
2p | κατηγορηθείτε | κατηγορηθήκατε | θα κατηγορηθείτε | να κατηγορηθείτε | κατηγορηθείτε |
3p | κατηγορηθούν, κατηγορηθούνε | κατηγορήθηκαν, κατηγορηθήκανε, κατηγορηθήκαν | θα κατηγορηθούν, θα κατηγορηθούνε | να κατηγορηθούν, να κατηγορηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κατηγορηθεί | είχα κατηγορηθεί | θα έχω κατηγορηθεί | να έχω κατηγορηθεί | |
2s | έχεις κατηγορηθεί | είχες κατηγορηθεί | θα έχεις κατηγορηθεί | να έχεις κατηγορηθεί | |
3s | έχει κατηγορηθεί | είχε κατηγορηθεί | θα έχει κατηγορηθεί | να έχει κατηγορηθεί | |
1p | έχουμε κατηγορηθεί | είχαμε κατηγορηθεί | θα έχουμε κατηγορηθεί | να έχουμε κατηγορηθεί | |
2p | έχετε κατηγορηθεί | είχατε κατηγορηθεί | θα έχετε κατηγορηθεί | να έχετε κατηγορηθεί | |
3p | έχουν κατηγορηθεί | είχαν κατηγορηθεί | θα έχουν κατηγορηθεί | να έχουν κατηγορηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | κατηγορηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||