Definify.com
Definition 2024
καυτερός
καυτερός
Greek
Adjective
καυτερός • (kafterós) m (feminine καυτερή, neuter καυτερό)
Declension
positive forms of καυτερός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καυτερός | καυτερή | καυτερό | καυτεροί | καυτερές | καυτερά |
genitive | καυτερού | καυτερής | καυτερού | καυτερών | καυτερών | καυτερών |
accusative | καυτερό | καυτερή | καυτερό | καυτερούς | καυτερές | καυτερά |
vocative | καυτερέ | καυτερή | καυτερό | καυτεροί | καυτερές | καυτερά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καυτερός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καυτερός, etc.) |
Related terms
- καυτερή πιπεριά f (kafterí piperiá, “chilli pepper”)