Definify.com
Definition 2024
κηπευτικός
κηπευτικός
Greek
Adjective
κηπευτικός • (kipeftikós) m (feminine κηπευτική, neuter κηπευτικό)
Declension
positive forms of κηπευτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κηπευτικός | κηπευτική | κηπευτικό | κηπευτικοί | κηπευτικές | κηπευτικά |
genitive | κηπευτικού | κηπευτικής | κηπευτικού | κηπευτικών | κηπευτικών | κηπευτικών |
accusative | κηπευτικό | κηπευτική | κηπευτικό | κηπευτικούς | κηπευτικές | κηπευτικά |
vocative | κηπευτικέ | κηπευτική | κηπευτικό | κηπευτικοί | κηπευτικές | κηπευτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κηπευτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κηπευτικός, etc.) |
Related terms
- see: κήπος m (kípos, “garden”)